- τροχιοδεικτικός
- η , ό воен, трассирующий;
τροχιοδεικτική σφαίρα — трассирующая пуля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχιοδεικτική σφαίρα — трассирующая пуля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχιοδεικτικός — ή, ό, Ν [τροχειοδείκτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιοδείκτη («τροχιοδεικτικά βλήματα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τροχιοδεικτικό βλήμα με τροχιοδείκτη … Dictionary of Greek